Πλατύστομο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πλατύστομο | τα | Πλατύστομα |
γενική | του | Πλατύστομου & Πλατυστόμου |
των | Πλατύστομων & Πλατυστόμων |
αιτιατική | το | Πλατύστομο | τα | Πλατύστομα |
κλητική | Πλατύστομο | Πλατύστομα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πλατύστομο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλατύστομος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /plaˈti.sto.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πλα‐τύ‐στο‐μο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠλατύστομο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Πλατύστομον (καθαρεύουσα)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Πλατύστομο