Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλατυκεφαλία οι πλατυκεφαλίες
      γενική της πλατυκεφαλίας των πλατυκεφαλιών
    αιτιατική την πλατυκεφαλία τις πλατυκεφαλίες
     κλητική πλατυκεφαλία πλατυκεφαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατυκεφαλία < πλατυ- / πλατύς + -κεφαλία / κεφάλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλατυκεφαλία θηλυκό

  • (ιατρική) ανώμαλη κατάσταση κρανίου, στην οποία το κεφάλι είναι πεπλατυσμένο (δυσπλασία του μετωπιαίου οστού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία