Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλατύσωμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
πλατυσμός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλατύσωμ
ος
η
πλατύσωμ
η
το
πλατύσωμ
ο
γενική
του
πλατύσωμ
ου
της
πλατύσωμ
ης
του
πλατύσωμ
ου
αιτιατική
τον
πλατύσωμ
ο
την
πλατύσωμ
η
το
πλατύσωμ
ο
κλητική
πλατύσωμ
ε
πλατύσωμ
η
πλατύσωμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλατύσωμ
οι
οι
πλατύσωμ
ες
τα
πλατύσωμ
α
γενική
των
πλατύσωμ
ων
των
πλατύσωμ
ων
των
πλατύσωμ
ων
αιτιατική
τους
πλατύσωμ
ους
τις
πλατύσωμ
ες
τα
πλατύσωμ
α
κλητική
πλατύσωμ
οι
πλατύσωμ
ες
πλατύσωμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλατύσωμος
<
πλατύ-
/
πλατύς
+
-σωμος
/
σώμα
Επίθετο
επεξεργασία
πλατύσωμος, -η, -ο
που έχει πλατύ σώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλατύσωμος