διαπλατύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαπλατύνομαι, π.αόρ.: διαπλατύνθηκα, μτχ.π.π.: διαπλατυσμένος
- παθητική φωνή του ρήματος διαπλατύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαπλατύνομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος διαπλατύνω