διευρυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διευρυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διευρύνω
Μετοχή
επεξεργασίαδιευρυμένος, -η, -ο
- που έχει γίνει πιο ευρύς από ό,τι ήταν
- προχωρήσαμε με διευρυμένους ορίζοντες μετά από αυτήν την εμπειρία