Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διευρύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διευρύνω

  Ρήμα επεξεργασία

διευρύνομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία