Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδοδάνειο τα ψευδοδάνεια
      γενική του ψευδοδάνειου των ψευδοδάνειων
    αιτιατική το ψευδοδάνειο τα ψευδοδάνεια
     κλητική ψευδοδάνειο ψευδοδάνεια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοδάνειο < ψευδο- + δάνειο, → δείτε  αγγλική pseudo-loan • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδοδάνειο ουδέτερο

  1. (γλωσσολογία) όρος που δίνει την εντύπωση ότι είναι γλωσσικό δάνειο από άλλη γλώσσα, έχει σχηματιστεί από στοιχεία της γλώσσας αυτής, αλλά δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό της
    • παράδειγμα: ο όρος μπον βιβέρ είναι ψευδογαλλισμός. Δεν υπάρχει τέτοιος όρος στα γαλλικά, αλλά μας ήρθε από τα αγγλικά. Στα γαλλικά υπάρχει το bon (καλός), υπάρχει το viveur, αλλά η σημαίσα του «μπον βιβέρ» αντιστοιχεί στο bon vivant
    • παράδειγμα: ο όρος click away δεν υπάρχει στα αγγλικά με τη σημασία που χρησιμοποιήθηκε στα ελληνικά
  2. (καταχρηστικά) αντί του ψευτοδάνειο
    αυτά τα ψευδοδάνεια ναυάγησαν την οικονομία αντί να βοηθήσουν

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία