μπον βιβέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπον βιβέρ < γαλλική bon (καλός) + viveur (άνθρωπος που έχει μια ζωή γεμάτη απολαύσεις). Ως έκφραση, αγγλική bon viveur, ψευδοδάνειο από τη γαλλική bon vivant.
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπον βιβέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπον βιβέρ