καλοζωιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλοζωιστής αρσενικό (θηλυκό καλοζωίστρια)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοζωιστής
|
καλοζωιστής αρσενικό (θηλυκό καλοζωίστρια)
|