καλοζωία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλοζωία | οι | καλοζωίες |
γενική | της | καλοζωίας | — | |
αιτιατική | την | καλοζωία | τις | καλοζωίες |
κλητική | καλοζωία | καλοζωίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλοζωία θηλυκό
- η καλή και άνετη ζωή
- Αν η φράση «πασάς στα Γιάννενα» έχει σήμερα τη σημασία της καλοζωίας και της ξεγνοιασιάς, στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα η αναφορά της και μόνο μπορούσε να προκαλέσει τρόμο σε χιλιάδες ανθρώπους. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- καλοζωίζω
- καλοζωισμένος
- καλοζωιστής
- καλοζωίστρια
- → δείτε τις λέξεις καλός, ζωή και ζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοζωία
|