καλοζωισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοζωισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλοζωίζω
Μετοχή επεξεργασία
καλοζωισμένος, -η, -ο
- που έχει καλό και πλούσιο επίπεδο διαβίωσης
- ※ Είναι κομψός και λεπτός κύριος. Σαρανταπεντάρης μα καλοζωισμένος. (Φώτος Γιοφύλλης Οι προσθέσεις [διήγημα])
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοζωισμένος
|