καλοζωίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαλοζωίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοζωίζω | καλοζώιζα | θα καλοζωίζω | να καλοζωίζω | καλοζωίζοντας | |
β' ενικ. | καλοζωίζεις | καλοζώιζες | θα καλοζωίζεις | να καλοζωίζεις | καλοζώιζε | |
γ' ενικ. | καλοζωίζει | καλοζώιζε | θα καλοζωίζει | να καλοζωίζει | ||
α' πληθ. | καλοζωίζουμε | καλοζωίζαμε | θα καλοζωίζουμε | να καλοζωίζουμε | ||
β' πληθ. | καλοζωίζετε | καλοζωίζατε | θα καλοζωίζετε | να καλοζωίζετε | καλοζωίζετε | |
γ' πληθ. | καλοζωίζουν(ε) | καλοζώιζαν καλοζωίζαν(ε) |
θα καλοζωίζουν(ε) | να καλοζωίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοζώισα | θα καλοζωίσω | να καλοζωίσω | καλοζωίσει | ||
β' ενικ. | καλοζώισες | θα καλοζωίσεις | να καλοζωίσεις | καλοζώισε | ||
γ' ενικ. | καλοζώισε | θα καλοζωίσει | να καλοζωίσει | |||
α' πληθ. | καλοζωίσαμε | θα καλοζωίσουμε | να καλοζωίσουμε | |||
β' πληθ. | καλοζωίσατε | θα καλοζωίσετε | να καλοζωίσετε | καλοζωίστε | ||
γ' πληθ. | καλοζώισαν καλοζωίσαν(ε) |
θα καλοζωίσουν(ε) | να καλοζωίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοζωίσει | είχα καλοζωίσει | θα έχω καλοζωίσει | να έχω καλοζωίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοζωίσει | είχες καλοζωίσει | θα έχεις καλοζωίσει | να έχεις καλοζωίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλοζωίσει | είχε καλοζωίσει | θα έχει καλοζωίσει | να έχει καλοζωίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοζωίσει | είχαμε καλοζωίσει | θα έχουμε καλοζωίσει | να έχουμε καλοζωίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοζωίσει | είχατε καλοζωίσει | θα έχετε καλοζωίσει | να έχετε καλοζωίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοζωίσει | είχαν καλοζωίσει | θα έχουν καλοζωίσει | να έχουν καλοζωίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοζωίζω
|