κακοζωισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοζωισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοζωίζω
Μετοχή επεξεργασία
κακοζωισμένος, -η, -ο
Αντώνυμα επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοζωισμένος
|