κακοζωία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοζωία < (ελληνιστική κοινή) κακοζωΐα / κακοζοΐα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακοζωία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κακοζώ
- κακοζώητος
- κακοζωίζω
- κακοζωισμένος
- → δείτε τις λέξεις κακός και ζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοζωία
|