στένωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στένωση | οι | στενώσεις |
γενική | της | στένωσης* | των | στενώσεων |
αιτιατική | τη | στένωση | τις | στενώσεις |
κλητική | στένωση | στενώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στενώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈste.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στέ‐νω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στένωση θηλυκό
- η ύπαρξη μειωμένου πλάτους σε κάποιο σημείο
- (ιατρική) αφύσικη μείωση του πλάτους ή της διαμέτρου σε αιμοφόρο αγγείο ή άλλο όργανο
- άλλες μορφές: στένωμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Stenosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 3 4 στένωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- 1 2 στένωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στένωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.