Δείτε επίσης: Στένωμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στένωμα τα στενώματα
      γενική του στενώματος των στενωμάτων
    αιτιατική το στένωμα τα στενώματα
     κλητική στένωμα στενώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στένωμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

 δείτε και τη λέξη στενός

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία