στένωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στένωμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στένωμα
- (ανατομικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική rétrécissement[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈste.no.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στέ‐νω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ στένωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας