Δείτε επίσης: Στένωμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στένωμα τα στενώματα
      γενική του στενώματος των στενωμάτων
    αιτιατική το στένωμα τα στενώματα
     κλητική στένωμα στενώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στένωμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στένωμα
(ανατομικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική rétrécissement[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈste.no.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στέ‐νω‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στένωμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη στενός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία