Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιμοφόρο αγγείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Πολυλεκτικός όρος
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αιμοφόρο
αγγείο
τα
αιμοφόρα
αγγεία
γενική
του
αιμοφόρου
αγγείου
των
αιμοφόρων
αγγείων
αιτιατική
το
αιμοφόρο
αγγείο
τα
αιμοφόρα
αγγεία
κλητική
αιμοφόρο
αγγείο
αιμοφόρα
αγγεία
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιμοφόρο αγγείο
<
αιμοφόρο
+
αγγείο
(
μεταφραστικό δάνειο
από
την αγγλική
blood vessel
)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
αιμοφόρο αγγείο
ουδέτερο
(
ιατρική
,
ανατομία
)
αγγείο
του κυκλοφορικού συστήματος που μεταφέρει
αίμα
σε όλο το
σώμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αιμοφόρο αγγείο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιμοφόρο αγγείο
αρχαία ελληνικά
:
φλέψ
αγγλικά
:
blood vessel
(en)
γαλλικά
:
vaisseau sanguin
(fr)
ιταλικά
:
vaso sanguigno
(it)