καναπές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καναπές | οι | καναπέδες |
γενική | του | καναπέ | των | καναπέδων |
αιτιατική | τον | καναπέ | τους | καναπέδες |
κλητική | καναπέ | καναπέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καναπές < (άμεσο δάνειο) γαλλική canapé < παλαιά γαλλικά conopé < μεσαιωνική λατινική canapeum / canopeum (κουνουπιέρα) < conopeum < αρχαία ελληνική κωνωπεών / κωνώπιον (αντιδάνειο) < κώνωψ (κουνούπι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.naˈpes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐να‐πές
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαναπές αρσενικό
- έπιπλο με μία, δύο ή περισσότερες θέσεις στις οποίες καθόμαστε
- ※ Έναντι του καναπέ υπήρχε μία μεσάνδρα (μεγάλο ντουλάπι εντός του τοίχου), όπου εφυλάσσοντο καινουργή στρώματα, εφαπλώματα, μαξιλάρια, έτοιμα να στρωθούν εις την ιδίαν αίθουσαν, διά τον ύπνον παντός φιλοξενουμένου. (Χρύσανθος (Αρχιεπισκ. Αθηνών), Βιογραφικές αναμνήσεις, τόμος 1, 1970, σελ. 14)
Συγγενικά
επεξεργασία- καναπεδάκι
- → δείτε τη λέξη κουνούπι