Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καναπεδάκι τα καναπεδάκια
      γενική
    αιτιατική το καναπεδάκι τα καναπεδάκια
     κλητική καναπεδάκι καναπεδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δίσκος με καναπεδάκια.

  Ετυμολογία επεξεργασία

καναπεδάκι < (καναπές), καναπεδ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
 
Ένα κίτρινο καναπεδάκι δύο θέσεων.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καναπεδάκι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) ορεκτικό που αποτελείται από άγλυκο μπισκοτάκι ή άλλο μικρού μεγέθους αρτοσκεύασμα και είναι γαρνιρισμένο, στο επάνω μέρος, με κάποιο φαγώσιμο
  2. (σπανιότερα, κυριολεκτικά) υποκοριστικό του καναπές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καναπές