αντιδανείζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντιδανείζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιδανειακός
- αντιδάνειο
- αντιδανεισμός
- → δείτε τις λέξεις αντί, δανείζω και δάνειο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιδανείζω | αντιδάνειζα | θα αντιδανείζω | να αντιδανείζω | αντιδανείζοντας | |
β' ενικ. | αντιδανείζεις | αντιδάνειζες | θα αντιδανείζεις | να αντιδανείζεις | αντιδάνειζε | |
γ' ενικ. | αντιδανείζει | αντιδάνειζε | θα αντιδανείζει | να αντιδανείζει | ||
α' πληθ. | αντιδανείζουμε | αντιδανείζαμε | θα αντιδανείζουμε | να αντιδανείζουμε | ||
β' πληθ. | αντιδανείζετε | αντιδανείζατε | θα αντιδανείζετε | να αντιδανείζετε | αντιδανείζετε | |
γ' πληθ. | αντιδανείζουν(ε) | αντιδάνειζαν αντιδανείζαν(ε) |
θα αντιδανείζουν(ε) | να αντιδανείζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιδάνεισα | θα αντιδανείσω | να αντιδανείσω | αντιδανείσει | ||
β' ενικ. | αντιδάνεισες | θα αντιδανείσεις | να αντιδανείσεις | αντιδάνεισε | ||
γ' ενικ. | αντιδάνεισε | θα αντιδανείσει | να αντιδανείσει | |||
α' πληθ. | αντιδανείσαμε | θα αντιδανείσουμε | να αντιδανείσουμε | |||
β' πληθ. | αντιδανείσατε | θα αντιδανείσετε | να αντιδανείσετε | αντιδανείστε | ||
γ' πληθ. | αντιδάνεισαν αντιδανείσαν(ε) |
θα αντιδανείσουν(ε) | να αντιδανείσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιδανείσει | είχα αντιδανείσει | θα έχω αντιδανείσει | να έχω αντιδανείσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιδανείσει | είχες αντιδανείσει | θα έχεις αντιδανείσει | να έχεις αντιδανείσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιδανείσει | είχε αντιδανείσει | θα έχει αντιδανείσει | να έχει αντιδανείσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιδανείσει | είχαμε αντιδανείσει | θα έχουμε αντιδανείσει | να έχουμε αντιδανείσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιδανείσει | είχατε αντιδανείσει | θα έχετε αντιδανείσει | να έχετε αντιδανείσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιδανείσει | είχαν αντιδανείσει | θα έχουν αντιδανείσει | να έχουν αντιδανείσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιδανείζω
|