αντιδανεισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιδανεισμός < αντιδανείζω + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιδανεισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αντιδανείζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιδανεισμός
|
αντιδανεισμός αρσενικό
|