μονοπώληση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονοπώληση | οι | μονοπωλήσεις |
γενική | της | μονοπώλησης* | των | μονοπωλήσεων |
αιτιατική | τη | μονοπώληση | τις | μονοπωλήσεις |
κλητική | μονοπώληση | μονοπωλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μονοπωλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοπώληση < μονοπωλώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοπώληση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μονοπωλώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοπώληση
|