μονοπωλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοπωλώ < ελληνιστική κοινή μονοπωλέω / μονοπωλῶ
Ρήμα
επεξεργασίαμονοπωλώ
- (οικονομία) παράγω και πουλώ κάτι κατ’ αποκλειστικότητα
- ασκώ αποκλειστικά κάποια δραστηριότητα
- ⮡ Η προσωπικότητά του μονοπώλησε τον επαγγελματικό του χώρο επί πολλά χρόνια, έως τον θάνατό του.
- διεκδικώ το προνόμιο να είμαι ο μόνος που γνωρίζει, κατέχει κάτι, που ενδιαφέρει κάποιον
- ⮡ Μονοπωλούσε τη συζήτηση και δεν μπορούσε να μιλήσει κανένας άλλος.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοπωλώ