Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοπωλώ < ελληνιστική κοινή μονοπωλέω / μονοπωλῶ

μονοπωλώ

  1. (οικονομία) παράγω και πουλώ κάτι κατ’ αποκλειστικότητα
  2. ασκώ αποκλειστικά κάποια δραστηριότητα
    ⮡  Η προσωπικότητά του μονοπώλησε τον επαγγελματικό του χώρο επί πολλά χρόνια, έως τον θάνατό του.
  3. διεκδικώ το προνόμιο να είμαι ο μόνος που γνωρίζει, κατέχει κάτι, που ενδιαφέρει κάποιον
    ⮡  Μονοπωλούσε τη συζήτηση και δεν μπορούσε να μιλήσει κανένας άλλος.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία