Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοπώλιο τα μονοπώλια
      γενική του μονοπωλίου
μονοπώλιου
των μονοπωλίων
    αιτιατική το μονοπώλιο τα μονοπώλια
     κλητική μονοπώλιο μονοπώλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοπώλιο < αρχαία ελληνική μονοπώλιον < μόνος + πωλέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοπώλιο ουδέτερο

  1. (οικονομία) η κατάσταση κατά την οποία μία μόνο επιχείρηση ή φορέας έχει τη δυνατότητα να πωλεί ένα συγκεκριμένο προϊόν
    παλιότερα, τα σπίρτα ήταν κρατικό μονοπώλιο
  2. πολύ μεγάλου μεγέθους επιχείρηση η οποία δεσπόζει στην αγορά και μπορεί να επιβάλει σε αυτήν τους δικούς της όρους, αντίθετα με ό,τι προτάσσουν οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία