πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπουλημένος η ξεπουλημένη το ξεπουλημένο
      γενική του ξεπουλημένου της ξεπουλημένης του ξεπουλημένου
    αιτιατική τον ξεπουλημένο την ξεπουλημένη το ξεπουλημένο
     κλητική ξεπουλημένε ξεπουλημένη ξεπουλημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπουλημένοι οι ξεπουλημένες τα ξεπουλημένα
      γενική των ξεπουλημένων των ξεπουλημένων των ξεπουλημένων
    αιτιατική τους ξεπουλημένους τις ξεπουλημένες τα ξεπουλημένα
     κλητική ξεπουλημένοι ξεπουλημένες ξεπουλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ΔΦΑ : /kse.pu.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεπουλημένος

ξεπουλημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία