πουλάω αγάπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /puˈla.o aˈɣa.pi/
Έκφραση
επεξεργασίαπουλάω αγάπη
- (μεταφορικά) υποκρίνομαι πως είμαι ερωτευμένος
- ※ Όταν πλάγιασε μαζί του, τον ξεγέλασε ερωτικά, όταν σαν σειρήνα άγγιξε εκείνο το ευαίσθητο σημείο του πάνω στις γυναίκες. Όταν του πούλησε αγάπη, ενδιαφέρον, έρωτα, όταν παραδόθηκε σε εκείνον, πούλησε την ψυχή της και το σώμα της.
- Φλώρινα Αλεξανδροπούλου, Μαύρη πεταλούδα
- ※ Όταν πλάγιασε μαζί του, τον ξεγέλασε ερωτικά, όταν σαν σειρήνα άγγιξε εκείνο το ευαίσθητο σημείο του πάνω στις γυναίκες. Όταν του πούλησε αγάπη, ενδιαφέρον, έρωτα, όταν παραδόθηκε σε εκείνον, πούλησε την ψυχή της και το σώμα της.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πουλάω αγάπη
|
Πηγές
επεξεργασία- αγάπη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)