ακριβοπουλημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακριβοπουλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακριβοπουλώ
Μετοχή επεξεργασία
ακριβοπουλημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ακριβοπουλώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακριβοπουλημένος
|