Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακριβαίνω < ακριβ(ός) + -αίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾiˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρι‐βαί‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

ακριβαίνω, αόρ.: ακρίβυνα

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο ακριβό, του ανεβάζω την τιμή
    τα ακρίβυναν πάλι τα ψάρια
  2. (αμετάβατο) (στο γ' πρόσωπο, για αντικείμενα) γίνομαι πιο ακριβός
    κάθε μέρα ακριβαίνει το ψάρι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία