Ετυμολογία

επεξεργασία
accurate < λατινική accuratus < accuro < ad- + curo < cura

  Επίθετο

επεξεργασία

accurate (en)

  • ακριβής
    an accurate measure - μια ακριβής μέτρηση

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σύγκριση
accuracy και precision