παραθετικά
θετικός exact
συγκριτικός exacter / more exact
υπερθετικός exactest / most exact

exact (en)

  1. ακριβής
  2. θετικός, που στηρίζεται στην αντικειμενική γνώση
      exact sciences - θετικές επιστήμες

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας exact
γ΄ ενικό ενεστώτα exacts
αόριστος exacted
παθητική μετοχή exacted
ενεργητική μετοχή exacting

exact (en)

  1. απαιτώ
  2. παίρνω με τη βία, αποσπώ



Επίρρημα

επεξεργασία

exact (ro)

  1. ακριβώς