Ετυμολογία

επεξεργασία

παλαιώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος παλαιώνω

παλαιώνομαι

  • (για ακίνητα, ρούχα, αυτοκίνητα και άλλα αντικείμενα) αφήνομαι να γίνω παλιός κάπω από ελεγχόμενες συνθήκες ώστε

ν' αποκτήσω μεγαλύτερη αξία.