Ετυμολογία

επεξεργασία
παλιώνω <παλαιώνω

παλιώνω(παθητική φωνή παλιώνομαι)

  1. (αμετάβατο) αλλάζω με την πάροδο του χρόνου
    όταν παλιώνει το κρασί, γίνεται καλύτερο και αποκτά μεγαλύτερη εμπορική αξία
  2. φθείρομαι, γερνάω, ξεθωριάζω κλπ με το χρόνο
    αυτό το παντελόνι πάλιωσε
  3. (αμετάβατο) αποκτώ με τα χρόνια εμπειρία και κύρος σε υπηρεσία, εργασία κλπ
  4. (μεταβατικό) κάνω κάτι να φαίνεται παλιό, το φθείρω

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία