↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαίφατος η παλαίφατη το παλαίφατο
      γενική του παλαίφατου της παλαίφατης του παλαίφατου
    αιτιατική τον παλαίφατο την παλαίφατη το παλαίφατο
     κλητική παλαίφατε παλαίφατη παλαίφατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαίφατοι οι παλαίφατες τα παλαίφατα
      γενική των παλαίφατων των παλαίφατων των παλαίφατων
    αιτιατική τους παλαίφατους τις παλαίφατες τα παλαίφατα
     κλητική παλαίφατοι παλαίφατες παλαίφατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλαίφατος < αρχαία ελληνική παλαίφατος < πάλαι + φημί

  Επίθετο

επεξεργασία

παλαίφατος, -η, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) που αναφέρεται από παλαιά
  2. (αρχαιοπρεπές) περίφημος, ονομαστός
    ※  Η περίπυστη και παλαίφατη μονή της Παναγίας της Ελεούσας, η επιλεγομένη της Λυκουσάδος, Λευκουσιάδος ή Λευκουσιάδων, η ο­ποία εδώ και αιώνες έχει τελείως αφανισθεί και δεν σώζονται ευκρινή ερείπια και υπολείμματά της, ιδρύθηκε το βʹ μισό του ιγʹ αιώνα (έτος 1289) στο κάστρο του Φαναρίου της Καρδίτσας, στον σημερινό Δήμο Ιθώμης και συγκεκριμένα στο χωριό Λοξάδα, η ονομασία του οποίου αποτελεί, προφανώς, παραφθορά της παλαιάς μεσαιωνικής ονομασίας Λυκουσάδα. (Δημήτριος Σοφιανός, «Τα υπέρ της μονής της Παναγιάς της Λυκουσάδος του Φαναρίου Καρδίτσας παλαιά βυζαντινά (ιγʹ και ιδʹ αιώνας) έγγραφα (χρυσόβουλλα κ.ά.). Διπλωματική έκδοση», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών (ΕΕΒΣ), 52 (2004–2006) 479)
  3. (αρχαιοπρεπές) παμπάλαιος, πολύ παλαιός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία