Καρδίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καρδίτσα | οι | Καρδίτσες |
γενική | της | Καρδίτσας | — | |
αιτιατική | την | Καρδίτσα | τις | Καρδίτσες |
κλητική | Καρδίτσα | Καρδίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Καρδίτσα < μεσαιωνική ελληνική Γαρδίτσα / Γραδίτσα[1] («πιθανόν κατά παρετυμολόγηση προς τη λέξη καρδιά»)[1] < σλαβικής προέλευσης горду / gordŭ[2] < град[3] + σλαβικής προέλευσης -ица (-ica) < πρωτοσλαβική *gȏrdъ (πόλη, κάστρο) < πρωτοβαλτοσλαβική *gárdas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰerdʰ- (περικλείω, φράχτης)
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Καρδίτσα θηλυκό
- πόλη της Θεσσαλίας
- (παρωχημένο) χωριό της Βοιωτίας, πρώην ονομασία του Ακραιφνίου[4]
Συγγενικά
επεξεργασία- Καρδιτσιώτης / Καρδιτσαίος
- καρδιτσιώτικα
- καρδιτσιώτικος / καρδιτσαίος
- Καρδιτσιώτισσα / Καρδιτσαία
- → δείτε τη λέξη Γαρδίκι
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Καρδίτσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Γεώργιος Λεβενιώτης, «Τα γλωσσικά κατάλοιπα (οικωνύμια, τοπωνύμια, δάνεια προσηγορικά) ως ιστορική πηγή για τη μεσαιωνική σλαβική παρουσία στον ελλαδικό χώρο», црквене студије (Εκκλησιαστικές σπουδές), 15 (2018) 660.
- ↑ https://smerdaleos.wordpress.com
- ↑ ΦΕΚ 179 Α, 5 Ιουλίου 1933