Φανάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Φανάρι | τα | Φανάρια |
γενική | του | Φαναριού | των | Φαναριών |
αιτιατική | το | Φανάρι | τα | Φανάρια |
κλητική | Φανάρι | Φανάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. Και γενική Φαναρίου | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Φανάρι < φανάρι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /faˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φα‐νά‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Φανάρι ουδέτερο (παλιότερα Φανάριον)
- συνοικία της Κωνσταντινούπολης η οποία μετά το 1609 απέκτησε φήμη μιας και μεταφέρθηκε εκεί το πατριαρχείο και έγινε γνωστή ως συνοικία των προνομιούχων Ελλήνων, των Φαναριωτών
- περιεκτικό ουσιαστικό, αναφερόμενο στην επιρροή των Ελλήνων στην δημόσια ζωή της οθωμανικής αυτοκρατορίας
- να δούμε όμως τι λέει για την επανάστασιν και το Φανάρι
- ακρωτήριο της Ικαρίας, απέναντι από τους Φούρνους
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας