παλαιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παλαιότης | αἱ | παλαιότητες |
γενική | τῆς | παλαιότητος | τῶν | παλαιοτήτων |
δοτική | τῇ | παλαιότητῐ | ταῖς | παλαιότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παλαιότητᾰ | τὰς | παλαιότητᾰς |
κλητική ὦ! | παλαιότης | παλαιότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παλαιότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παλαιοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαλαιότης θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- παλαιότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παλαιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.