παλαίμαχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαίμαχος < → λείπει η ετυμολογία + -μαχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαίμαχος αρσενικό
- που είχε πολεμήσει στο παρελθόν, που είχε υπηρετήσει στο στρατό σε περίοδο πολέμου και είχε συμμετάσχει σε μάχες
- (κατ’ επέκταση) που είχε ακολουθήσει αθλητική καριέρα σε ομαδικό άθλημα, αλλά τώρα έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση