Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιότερος η παλαιότερη το παλαιότερο
      γενική του παλαιότερου της παλαιότερης του παλαιότερου
    αιτιατική τον παλαιότερο την παλαιότερη το παλαιότερο
     κλητική παλαιότερε παλαιότερη παλαιότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιότεροι οι παλαιότερες τα παλαιότερα
      γενική των παλαιότερων των παλαιότερων των παλαιότερων
    αιτιατική τους παλαιότερους τις παλαιότερες τα παλαιότερα
     κλητική παλαιότεροι παλαιότερες παλαιότερα
Δείτε και την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιότερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλαιότερος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.leˈo.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λαι‐ό‐τε‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

παλαιότερος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη παλιότερος