• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

προϋπηρεσία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προϋπηρεσία οι προϋπηρεσίες
      γενική της προϋπηρεσίας των προϋπηρεσιών
    αιτιατική την προϋπηρεσία τις προϋπηρεσίες
     κλητική προϋπηρεσία προϋπηρεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προϋπηρεσία < προϋπηρε(τώ) + -σία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προϋπηρεσία θηλυκό

  • η υπηρεσία που έχει κάποιος σε προηγούμενη ίδια ή παρόμοια με την τωρινή

Συγγενικά

επεξεργασία
  • προϋπηρετώ
  • → δείτε τις λέξεις προ και υπηρετώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    προϋπηρεσία
  • γαλλικά : expérience (fr) professionnelle (fr),
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=προϋπηρεσία&oldid=5509221"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:13

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:13.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας