προϋπηρεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προϋπηρεσία < προϋπηρε(τώ) + -σία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προϋπηρεσία θηλυκό
- η υπηρεσία που έχει κάποιος σε προηγούμενη ίδια ή παρόμοια με την τωρινή
Συγγενικά
επεξεργασία- προϋπηρετώ
- → δείτε τις λέξεις προ και υπηρετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προϋπηρεσία