Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προϋπηρετώ < ελληνιστική κοινή προϋπηρετέω / προϋπηρετῶ

  Ρήμα επεξεργασία

προϋπηρετώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία