Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμμωνιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμμωνιακ
ός
η
αμμωνιακ
ή
το
αμμωνιακ
ό
γενική
του
αμμωνιακ
ού
της
αμμωνιακ
ής
του
αμμωνιακ
ού
αιτιατική
τον
αμμωνιακ
ό
την
αμμωνιακ
ή
το
αμμωνιακ
ό
κλητική
αμμωνιακ
έ
αμμωνιακ
ή
αμμωνιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμμωνιακ
οί
οι
αμμωνιακ
ές
τα
αμμωνιακ
ά
γενική
των
αμμωνιακ
ών
των
αμμωνιακ
ών
των
αμμωνιακ
ών
αιτιατική
τους
αμμωνιακ
ούς
τις
αμμωνιακ
ές
τα
αμμωνιακ
ά
κλητική
αμμωνιακ
οί
αμμωνιακ
ές
αμμωνιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμμωνιακός
<
αμμωνία
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
αμμωνιακός, -ή, -ό
που έχει σχέση με την
αμμωνία
που αναφέρεται στην
αμμωνία
που περιέχει
αμμωνία
που παράγεται από
αμμωνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμμωνιακός
αγγλικά
:
ammoniac
(en)