Ετυμολογία

επεξεργασία
ammoniacus < αρχαία ελληνική ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακά jmn

  Επίθετο

επεξεργασία

ammoniacus, -a, -um

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική ammoniacus ammoniaca ammoniacum ammoniacī ammoniacae ammoniaca
γενική ammoniacī ammoniacae ammoniacī ammoniacōrum ammoniacārum ammoniacōrum
δοτική ammoniacō ammoniacae ammoniacō ammoniacīs ammoniacīs ammoniacīs
αιτιατική ammoniacum ammoniacam ammoniacum ammoniacōs ammoniacās ammoniaca
κλητική ammoniace ammoniaca ammoniacum ammoniacī ammoniacae ammoniaca
αφαιρετική ammoniacō ammoniacā ammoniacō ammoniacīs ammoniacīs ammoniacīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)