προβιταμίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβιταμίνη < (νόθο σύνθετο) προ- + βιταμίνη, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική provitamin ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική provitamine)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροβιταμίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) ουσία που βρίσκεται σε τρόφιμα και μετατρέπεται σε βιταμίνη όταν αυτά καταναλωθούν από τους ανθρώπους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προβιταμίνη
Πηγές
επεξεργασία- προβιταμίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προβιταμίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προβιταμίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)