ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καρωτόν τὰ καρωτᾰ́
      γενική τοῦ καρωτοῦ τῶν καρωτῶν
      δοτική τῷ καρωτ τοῖς καρωτοῖς
    αιτιατική τὸ καρωτόν τὰ καρωτᾰ́
     κλητική ! καρωτόν καρωτᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρωτώ
γεν-δοτ τοῖν  καρωτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρωτόν < αρχαία ελληνική κάρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρωτόν ουδέτερο