δαυκί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαυκί < μεσαιωνική ελληνική δαυκί(ν) < ελληνιστική κοινή δαυκίον < δαῦκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαυκί ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (φυτό) άγριο καρότο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαυκί