Δείτε επίσης: σταφύλινος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰφῠλῑνο-
ονομαστική σταφυλῖνος οἱ σταφυλῖνοι
      γενική τοῦ σταφυλίνου τῶν σταφυλίνων
      δοτική τῷ σταφυλίν τοῖς σταφυλίνοις
    αιτιατική τὸν σταφυλῖνον τοὺς σταφυλίνους
     κλητική ! σταφυλῖνε σταφυλῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταφυλίνω
γεν-δοτ τοῖν  σταφυλίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταφυλῖνος < σταφυλ(ή) + -ῖνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταφυλῖνος, -ου αρσενικό

  1. (λαχανικό)
    1. σταφυλῖνος κηπευτός το καρότο (Daucus Carota)
    2. σταφυλῖνος ἄγριος (φυτό, λαχανικό) το δαυκί (άγριο καρότο) (Daucus guttatus)
  2. η άμπελος, το αμπέλι
     συνώνυμα: βρυωνία
  3. έντομο, παρόμοιο σε μέγεθος με τη σφονδύλη

  Πηγές επεξεργασία