ενικός         πληθυντικός  
carrot carrots

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

carrot (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • carrot στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια