carota
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- carota < ελληνιστική κοινή καρωτόν < αρχαία ελληνική κάρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
carota (la) θηλυκό