Ετυμολογία

επεξεργασία
carota < λατινική carota

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
carota carote

carota (it) θηλυκό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
carota < ελληνιστική κοινή καρωτόν < αρχαία ελληνική κάρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

carota (la) θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική carota carotae
γενική carotae carotārum
δοτική carotae carotīs
αιτιατική carotam carotās
κλητική carota carotae
αφαιρετική carotā carotīs
(α' κλίση)