πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Karotte die Karotten
γενική der Karotte der Karotten
δοτική der Karotte den Karotten
αιτιατική die Karotte die Karotten

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Karotte (de) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Karotte στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Karotte - Duden online.
  2. Karotte - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).