Karotte
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Karotte | die | Karotten |
γενική | der | Karotte | der | Karotten |
δοτική | der | Karotte | den | Karotten |
αιτιατική | die | Karotte | die | Karotten |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Karotte < (άμεσο δάνειο) γαλλική carotte < λατινική carota < αρχαία ελληνική καρωτόν [1] [2]
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Karotte (de) θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Karotte στη γερμανική Βικιπαίδεια