πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Möhre die Möhren
γενική der Möhre der Möhren
δοτική der Möhre den Möhren
αιτιατική die Möhre die Möhren

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Möhre (de) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Möhre στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Möhre - Duden online.
  2. Möhre - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).